παρθενήιος

παρθενήιος
παρθενήιος
1 of young girls

ὥρα πότνια ἅ τε παρθενηίοις παίδων τ' ἐφίζοισα γλεφάροις N. 8.2

ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν γλώσσᾳ τε λέγεσθαι think maiden thoughts Παρθ. 2. 3. ]σ' ἀγλαὸν μέλος [παρ]θενηίας ὀπὸς εὐηρατ[ ?fr. 333a. 14.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρθένειος — και ποιητ. τ. παρθενήϊος, ον, Α [παρθένος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παρθένο, παρθενικός, κοριτσίστικος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παρθένεια α) λυρικά χορικά άσματα, είδος πομπικών ύμνων που άδονταν με τη συνοδεία αυλού από νεαρές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”